εὐκρυφές

εὐκρυφές
εὐκρυφής
masc/fem voc sg
εὐκρυφής
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευκρυφής — εὐκρυφής, ές (Α) εύκρυπτος, αυτός που εύκολα μπορεί να τόν κρύψει κάποιος («διὰ γὰρ τὸ μέγεθος εὐκρυφές ἐστι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρυφής (< κρυφή), πρβλ. νυκτι κρυφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”